λογιστικά βιβλία

λογιστικά βιβλία
Αποδεικτικά στοιχεία διάφορης φύσης και μορφής (βιβλία, ημερολόγια, ειδικό λογισμικό υπολογιστών) στα οποία καταχωρίζονται, για λόγους περιγραφής, ενημέρωσης και ελέγχου, οι πράξεις της διαχείρισης της επιχείρησης. Τα λ.β. διακρίνονται σε κύρια και βοηθητικά, από τα οποία τα πρώτα είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της οργάνωσης της επιχείρησης και περιέχουν εγγραφές που δείχνουν τις μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων, ενώ στα δεύτερα συγκεντρώνονται στοιχεία και πληροφορίες κυρίως στατιστικού ενδιαφέροντος (όγκος των πωλήσεων, διακυμάνσεις του κόστους και των τιμών κλπ.). Η τήρηση των λ.β. αποτελεί σε μερικές περιπτώσεις και συγκεκριμένη νομική υποχρέωση, εξαιτίας της σημασίας που έχουν οι εγγραφές αυτές για φορολογικούς σκοπούς στον καθορισμό της περιουσιακής κατάστασης της επιχείρησης. Στο σύγχρονο μάλιστα φορολογικό δίκαιο, ο δηλωτικός αυτός ρόλος τους έχει προσλάβει πρωτεύοντα χαρακτήρα, έτσι που σήμερα η μόνη πρακτική διάκριση που γίνεται σχετικά με τα λ.β. είναι αυτή σε υποχρεωτικά και προαιρετικά. Το εμπορικό δίκαιο πολλών κρατών υποχρεώνει αυτόν που διατηρεί εμπορική επιχείρηση να τηρεί βιβλίο ημερολογίου, όπου σημειώνεται κάθε μέρα η κίνηση των εργασιών της επιχείρησης, και βιβλίο απογραφής, που περιέχει ετήσιες εγγραφές για τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης και κλείνει με τον ισολογισμό και τον λογαριασμό κερδών και ζημιών. Όταν έχουν χαρτοσημανθεί και θεωρηθεί νόμιμα και τηρούνται κανονικά, τα υποχρεωτικά λ.β. είναι πάντοτε αποδεικτικά στοιχεία μεταξύ εμπορικών επιχειρηματιών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης και από αυτόν που τα έχει συντάξει κατά παράβαση της νομικής αρχής ότι κανείς δεν μπορεί να προετοιμάσει αποδείξεις για το ίδιο του το συμφέρον. Τα λ.β., τέλος, έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση πτώχευσης, για να βεβαιώσουν την πιθανή ευθύνη του επιχειρηματία: πράγματι, η μη τήρηση ή η αντικανονική τήρηση των λ.β. μετατρέπει την πτώχευση σε απλή χρεοκοπία, ενώ η παραποίηση ή η απόκρυψη των λ.β. στοιχειοθετεί τη δόλια χρεοκοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • διοικώ — (AM διοικῶ, έω) [οικώ] 1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι 2. επαρκώ, φτάνω αρχ. μσν. είμαι επίτροπος μσν. 1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου 2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εγγραφή — η (AM ἐγγραφή) η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο τού ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος νεοελλ. 1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή… …   Dictionary of Greek

  • καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταστιχογράφος — ο, η αυτός που έχει ως επάγγελμα την καταστιχογραφία, που τηρεί τα λογιστικά βιβλία, ο λογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο γράφος, πρακτικο γράφος. Η λ. μαρτυρειται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία] …   Dictionary of Greek

  • καταχώριση — ή 1. η εγγραφή σε βιβλίο, λογιστικό πίνακα, κατάστιχο ή λογαριασμό («καταχώριση δαπανών στα λογιστικά βιβλία») 2. δημοσίευση σε εφημερίδα, περιοδικό κ.λπ. («έγινε η καταχώριση τής αγγελίας στην εφημερίδα») 3. συνεκδ. το ίδιο το δημοσίευμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”